τιμονιάζω

τιμονιάζω
Ν [τιμονιά]
1. κρατώ και χειρίζομαι το τιμόνι
2. μτφ. διοικώ, κυβερνώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμονιάρω — και τιμονιάζω 1. κρατώ το τιμόνι, οδηγώ: Τιμονιάρει καλά το αυτοκίνητό του. 2. διακυβερνώ, διοικώ, κουμαντάρω: Ο στρατηγός τιμονιάρει καλά τη μάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”